Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

περιπίπτω εις

  • 1 περιπίπτω

    (αόρ. περιέπεσα) αμετ.
    1) попадать;

    περιπίπτω εις χείρας... — попадать в руки...;

    2) впадать (в какое-л. состояние); доходить до...; докатываться до... (разг);

    περιπίπτω εις αφασίαν — терять сознание;

    περιπίπτω εις λήθην — впадать в забытьё, забываться;

    περιπίπτω εις την εσχάτην ένδειαν — доходить до крайней бедности, впадать в нищету;

    περιπίπτω εις σφάλμα — впадать в ошибку, совершать ошибку;

    περιπίπτω εις δυσμένειαν — впадать в немилость;

    περιπίπτω εις αχρηστίαν — приходить в негодность;

    περιέπεσεν εις αφάνειαν он стал совсем незаметным человеком

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιπίπτω

  • 2 περιπιπτω

        (fut. περιπεσοῦμαι, aor. 2 περιέπεσον)
        1) падать, бросаться
        

    (τινί Xen.)

        π. τῷ ξίφει Arph. — броситься на меч;
        περιπεσὼν εἰς τὸ στῆθος κατέλαβε τὰς χεῖρας ἀμφοτέρας Plut. — бросившись на грудь (лежащего Сертория, Антоний) схватил обе (его) руки

        2) нападать
        

    τῇσι σφετέρῃσι νηυσὴ π. Her. — столкнуться со своими же кораблями;

        ἐν σφίσι περιπεσόντες Thuc. — напав друг на друга, т.е. во взаимных раздорах;
        μέ σοὴ ἑωυτῷ περιπέσῃς Her. — чтобы тебе самому себе не причинить беды;
        ὅρα μέ περιπίπτῃς σεαυτῷ Luc. — смотри, не попади в противоречие с самим собой

        3) попадать, впадать
        

    (ἐπὴ συμφορήν Her.; συμφοραῖς Plat.; τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ Thuc.; εἰς τόπον διθάλασσον NT.)

        πονηροῖς συκοφάνταις π. Lys. — попасть в руки гнусных сикофантов;
        π. ἀδίκοισι γνώμῃσι Her. — быть жертвой несправедливых приговоров;
        πληγῇ περιπεσών Plut.будучи раненым

        4) приключаться, случаться

    Древнегреческо-русский словарь > περιπιπτω

  • 3 αντίφαση

    [-ις (-εως)] η противоречие;
    περιπίπτω εις αντιφάσεις впадать в противоречие; давать противоречивые показания;

    βρίσκομαι ( — или έρχομαι) σε αντίφαση προς... — находиться в противоречии с..., противоречить (чему-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αντίφαση

  • 4 εναντιολογία

    η
    1) возражение;

    άφησε τίς εναντιολογίες — перестань мне противоречить;

    χωρίς εναντιολογίες — без возражений, беспрекословно;

    2) противоречие;

    περιπίπτω εις εναντιολογίες — впасть в противоречие

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εναντιολογία

  • 5 ένδεια

    η бедность, нужде, отсутствие средств существования;

    παντελής ένδεια — полная нищета;

    ευρίσκομαι εν εσχάτη ενδεία находиться в крайней нужде;

    περιπίπτω εις ένδειαν — обнищать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ένδεια

См. также в других словарях:

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • συνέρχομαι — ΝΜΑ συγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής (α. «συνέρχεται η βουλή, η επιτροπή, το συμβούλιο κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία», ΚΔ γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», επιγρ. δ. «ἄν ἐς… …   Dictionary of Greek

  • περικλείω — ΝΜΑ, και περικλείνω Ν, και ιων. τ. περικληΐω, παλ. τ. περικλήω, Α [κλείω] 1. κλείνω κάτι γύρω γύρω, περιβάλλω, περιφράζω 2. περικυκλώνω νεοελλ. περιέχω, περιλαμβάνω, εμπεριέχω αρχ. 1. περιορίζω («εἰς τρία τὴν πραγματείαν περικλείειν», Στέφ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • κατολισθαίνω — (ΑΜ κατολισθαίνω, Α και κατολισθάνω) γλιστρώ προς τα κάτω, κατέρχομαι γλιστρώντας («οὐδ αἱ κατολισθάνουσαι πλάκες τῶν κρυστάλλων ἄνωθεν ἐξαίσιοι», Στράβ.) μσν. αρχ. περιπίπτω, καταντώ («κατολισθαίνειν εἰς πλοκάμους γυναικείους», Κλήμ.) αρχ. (για… …   Dictionary of Greek

  • ολισθαίνω — (ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω) 1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα αρχ. 1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω… …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • υπολισθάνω — ΜΑ, και ὑπολισθαίνω, Α μτφ. περιπίπτω σε μια κατάσταση («ὑπολισθαίνειν εἰς ὕπνον», Αιλ.) αρχ. γλιστρώ, ολισθαίνω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀλισθάνω / ὀλισθαίνω «γλιστρώ»] …   Dictionary of Greek

  • φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»